- καλλίμηρος
- καλλίμηρος, -ον (Α)αυτός που έχει ωραίους μηρούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + μηρός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλλίμηρος — with beautiful thighs masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιμήρους — καλλίμηρος with beautiful thighs masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίμηροι — καλλίμηρος with beautiful thighs masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηρός — (Ανατ.). Τμήμα του κάτω άκρου, που περιλαμβάνεται μεταξύ λεκάνης και γόνατος. Έχει σχήμα ατελούς κώνου με τη βάση προς τα πάνω και λοξή φορά από πάνω προς τα κάτω. Ο σκελετός του περιβάλλεται ολόκληρος από ισχυρές μυϊκές δέσμες, που εκτελούν τις… … Dictionary of Greek